- γωνίασμα
- τοη χάραξη ορθής γωνίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γωνίασμα — και γώνιασμα, το [γωνιάζω] 1. τοποθέτηση κάποιου πράγματος σε γωνία 2. το να δίνει κανείς σε κάτι μορφή γωνίας 3. έλεγχος γωνίας με το γωνιόμετρο 4. κατασκευή γωνίας με το γωνιόμετρο … Dictionary of Greek
γώνιασμα — το βλ. γωνίασμα … Dictionary of Greek
γωνίωση — η (AM γωνίωσις) [γωνιούμαι] το γωνίασμα … Dictionary of Greek
γωνιασμός — ο (AM γωνιασμός) [γωνιάζω] το γωνίασμα αρχ. φρ. «ἐπῶν γωνιασμοί» υπερβολικά εξεζητημένοι στίχοι … Dictionary of Greek
γωνιασμός — ο βλ. γωνίασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)